Εξετάζοντας το παρελθόν της παραγωγής του βιοντίζελ, παρατηρούμε ότι οι πρώτες ενέργειες έγιναν το 1981 στη Νότια Αφρική. Στην Ευρώπη, οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή είναι η Γερμανία, η Γαλλία και η Αυστρία. Στην Αυστρία, η παραγωγή του πρώτου βιοντίζελ πραγματοποιήθηκε σε μια πιλοτική μονάδα το 1985, ενώ το 1990 ξεκίνησε η εμπορευματοποίησή του. Το 1991 το βιοντίζελ έγινε ευρέως αποδεκτό εξασφαλίζοντας υψηλή ποιότητα καυσίμου. Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή του βιοντίζελ ήταν κυρίως το έλαιο ελαιοκράμβης, το οποίο θεωρείται ως μία από τις ιδανικές πρώτες ύλες για το ευρωπαϊκό κλίμα. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε το ηλιέλαιο, κυρίως στη Γαλλία και την Ιταλία. Σε άλλες χώρες χρησιμοποιήθηκε το φοινικέλαιο (Μαλαισία) και το σογιέλαιο (Αμερική).
Α/Α
|
Χώρα
|
Υγρή Βιοαιθανόλη (δισεκατομμύρια λίτρα)
|
Βιοντίζελ
(δισεκατομμύρια λίτρα)
|
1
|
Ηνωμένες Πολιτείες
|
54,2
|
3,2
|
2
|
Βραζιλία
|
21,0
|
2,7
|
3
|
Γερμανία
|
0,8
|
3,2
|
4
|
Αργεντινή
|
0,2
|
2,8
|
5
|
Γαλλία
|
1,1
|
1,6
|
6
|
Κίνα
|
2,1
|
0,2
|
7
|
Καναδάς
|
1,8
|
0,2
|
8
|
Ινδονησία
|
0,0
|
1,4
|
9
|
Ισπανία
|
0,5
|
0,7
|
10
|
Ταϊλάνδη
|
0,5
|
0,6
|
11
|
Βέλγιο
|
0,4
|
0,4
|
12
|
Ολλανδία
|
0,3
|
0,4
|
13
|
Ιταλία
|
0,0
|
0,6
|
14
|
Κολομβία
|
0,3
|
0,3
|
15
|
Αυστρία
|
0,2
|
0,4
|
|
Συνολικά στην ΕΕ
|
4,3
|
9,2
|
|
Σύνολο παγκοσμίως
|
86,1
|
24,1
|
![]() |
Παραγωγή βιοντίζελ στην Ευρώπη των 27 έως το 2009 |
Τα τελευταία χρόνια η συστηματική ανάπτυξη της βιομηχανίας, παράλληλα με την αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού, ώθησε την παγκόσμια κοινότητα στην υπερβολική χρήση ορυκτών καυσίμων, όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο λιγνίτης. Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο και φανερό ότι η συνεχιζόμενη και αλόγιστη χρήση ορυκτών καυσίμων θα οδηγούσε τόσο στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος με τη συστηματική αύξηση των επιπέδων των αερίων ρύπων, όπως τα οξείδια SO2, CO, CO2 και NOx που σχετίζονται με την καύση του πετρελαίου και των γαιανθράκων, όσο και στη διατάραξη της οικονομίας των κρατών και των κοινωνικών ισορροπιών λόγω της διαρκούς ελάττωσης των αποθεμάτων των ορυκτών καυσίμων. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε μία μεγάλη αύξηση της τιμής των ορυκτών καυσίμων και του κόστους της παραγόμενης ενέργειας από αυτά. Η αυξημένη ζήτηση για ενέργεια και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος από τη χρήση των συμβατικών πηγών ενέργειας οδήγησαν στην αναζήτηση νέων, πιο αποδοτικών, φθηνών και φιλικών προς το περιβάλλον ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ένας σημαντικός αριθμός μελετών έχει δείξει ότι τα φυτικά έλαια αλλά και τα ζωικά λίπη θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως εναλλακτικό καύσιμο σε πετρελαιοκινητήρες (Forson, et al., 2004) (He & Bao, 2005) (Ramadhas, et al., 2005) (Zaher, et al., 2003). Ωστόσο, η απευθείας χρήση φυτικών ελαίων ή και μιγμάτων τους με πετρελαϊκό ντίζελ ως καύσιμο δεν είναι αρκετά ικανοποιητική. Το υψηλό ιξώδες, η περιεκτικότητά τους σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, η κολλώδης υφή που αποκτούν λόγω του πολυμερισμού και της οξείδωσης που υφίστανται κατά τη διάρκεια της αποθήκευσης και της καύσης τους, όπως επίσης και οι αποθέσεις άνθρακα, είναι μερικά από τα πιο εμφανή προβλήματα που αποτρέπουν την απ' ευθείας χρήση των φυτικών ελαίων ως καύσιμο (Srivastava & Prasad, 2000). Συνεπώς, μεγάλη προσπάθεια έχει γίνει στην ανάπτυξη μεθόδων μετατροπής των φυτικών ελαίων σε σταθερά και εύχρηστα από τον καταναλωτή προϊόντα που να προσεγγίζουν τις ιδιότητες και την απόδοση του πετρελαϊκού ντίζελ. Η κυρίαρχη μέθοδος για τη μετατροπή των φυτικών ελαίων σε εναλλακτικό καύσιμο κίνησης είναι η μετεστεροποίηση με μεθανόλη ή αιθανόλη για την παραγωγή εστέρων λιπαρών οξέων που είναι γνωστοί ως βιοντίζελ. |
Η πρώτη χρήση των φυτικών ελαίων ως εναλλακτικά καύσιμα έγινε πριν από 100 και πλέον χρόνια, όταν ο εφευρέτης της μηχανικής diesel Rudolph Diesel χρησιμοποίησε αρχικά το έλαιο από φιστίκια σε μηχανή συμπίεσης. Ο Rudolph Diesel ισχυρίστηκε ότι η χρήση των φυτικών ελαίων για τα καύσιμα μηχανών μπορεί να φαινόταν ασήμαντη τότε, αλλά τα έλαια αυτά στην πορεία του χρόνου θα μπορούσαν να γίνουν τόσο σημαντικά όσο το πετρέλαιο και ο άνθρακας. Από τις αρχές του 20ου αιώνα τα φυτικά έλαια χρησιμοποιήθηκαν ως καύσιμο στη μηχανή του Diesel. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου το φυτικό έλαιο εξετάστηκε στις μηχανές diesel, ενώ στα μέσα του 1940 οι μεθυλικοί και αιθυλικοί εστέρες διαφόρων φυτικών ελαίων χρησιμοποιήθηκαν στη Γαλλία και στο Βέλγιο ως καύσιμα για τα λεωφορεία. O όρος βιοντίζελ παλαιότερα έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για καύσιμα που ήταν μίγματα ντίζελ με αλκοόλες ή με φυτικά έλαια, καθώς και για προϊόντα πυρόλυσης και μικρογαλακτώματα. Τα τελευταία χρόνια όμως, μετά το 1993, ο όρος βιοντίζελ αναφέρεται αποκλειστικά στους εστέρες λιπαρών οξέων που προέρχονται από τη μετεστεροποίηση των φυτικών ελαίων και ζωικών λιπών. Το 1983 στην Αυστρία ο Δρ. Mittelbach παρουσίασε την πρώτη εμπορική μέθοδο για την παραγωγή βιοντίζελ από τηγανισμένα έλαια (Mittelbach, et al., 1983). Στη συνέχεια, στην Αυστρία ξεκίνησαν τη λειτουργία τους πιλοτικές μονάδες παραγωγής βιοντίζελ δυναμικότητας 500 τόνους το έτος, από μικρές αγροτικές ενώσεις. Τέλος τον Απρίλιο του 1989 τέθηκε σε λειτουργία η πρώτη βιομηχανικής κλίμακας μονάδα με ετήσια δυναμικότητα 10.000 τόνους, με πρώτη ύλη το κραμβέλαιο (Körbitz, 1999). Καθ' όλη τη δεκαετία του 1990, διάφορες μονάδες ξεκίνησαν τη λειτουργία τους σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Τσεχίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Σουηδίας. Την ίδια περίοδο σε διάφορα κράτη του κόσμου ξεκίνησε η παραγωγή του βιοντίζελ. Μέχρι και το 1998 το Αυστριακό Ινστιτούτο Βιοκαυσίμων είχε καταγράψει 21 χώρες με επιτυχημένες εμπορικές μονάδες βιοντίζελ (ABI, 2010) (EBB, 2010). Τον Σεπτέμβριο του 2005 η Μινεσότα έγινε η πρώτη πολιτεία των ΗΠΑ η οποία νομοθέτησε την προσθήκη τουλάχιστον 2% βιοντίζελ στο πωλούμενο ντίζελ. Συχνά γίνεται χρήση μιγμάτων βιοντίζελ - ντίζελ στους πετρελαιοκινητήρες και παγκοσμίως έχουν εξεταστεί διάφορα μίγματα βιοντίζελ - ντίζελ, όπως το Β5 και το Β20, δηλαδή μίγματα πετρελαϊκού ντίζελ και βιοντίζελ σε ποσοστό 5% και 20% αντίστοιχα, αλλά και η χρήση καθαρού βιοντίζελ Β100. |